σοκολατόπαιδο

σοκολατόπαιδο
το, Ν
καλομαθημένο παιδί με μεγάλη εξάρτηση από την οικογένεια του, βουτυρόπαιδο.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • κολεγιόπαιδο — το 1. σπουδαστής κολεγίου. 2. (ειρων.), σοκολατόπαιδο, μαμόθρεφτος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”